- πιατέλα
- η, Νμεγάλο πιάτο, πλατύ και αβαθές, με σχήμα στρογγυλό ή ελλειψοειδές, με το οποίο προσκομίζονται τα φαγητά που παρατίθενται στο τραπέζι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piatt-ella, υποκορ. τού piatto].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιατέλα — η (λ. ιταλ.), ρηχό μεγάλο πιάτο, στρογγυλό ή ελλειψοειδές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοπάς — η (Α λοπάς, άδος) πήλινο αβαθές και ανοιχτό σκεύος φαγητού, πιατέλα αρχ. 1. το τηγάνι 2. είδος χύτρας 3. η σορός 4. ασθένεια τής ελιάς 5. ασθένεια από την οποία σαπίζουν οι ρίζες τής συκιάς 6. είδος οστρακοδέρμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω «ξεφλουδίζω» … Dictionary of Greek
λοπαδοειδής — ές αυτός που μοιάζει με πιατέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, άδ ος «πιατέλα» + ειδής*] … Dictionary of Greek
Πατελλοχάρων — οντος, ὁ, Α κωμική ονομασία παρασίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτελλα «πιάτο, πιατέλα» + χάρων (< χαίρω), πρβλ. οινο χάρων] … Dictionary of Greek
απλάδενα — ἁπλάδενα, η (Μ) πλατύ και ρηχό πιάτο, πιατέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με συμφυρμό < απλάδα + πιατένα < (βενετ.) piadena] … Dictionary of Greek
εμβαφίας — ἐμβαφίας, ο (Α) βαθιά πιατέλα, σαλτσιέρα … Dictionary of Greek
καυκί — το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν) κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά 2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα 3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι 4. η… … Dictionary of Greek
λάγκη — λάγκη, ἡ (Α) πιατέλα … Dictionary of Greek
λάγκλα — λάγκλα, ἡ (Α) λάγκη, πιατέλα … Dictionary of Greek
λάγκλιον — λάγκλιον, τὸ (Α) [λάγκλα] υποκορ. τού λάγκλα, μικρή πιατέλα … Dictionary of Greek